Έμβλημα Πολυτεχνείου Κρήτης
Το Πολυτεχνείο Κρήτης στο Facebook  Το Πολυτεχνείο Κρήτης στο Instagram  Το Πολυτεχνείο Κρήτης στο Twitter  Το Πολυτεχνείο Κρήτης στο YouTube   Το Πολυτεχνείο Κρήτης στο Linkedin
Προβολή ημερολογίου Προβολή ημερολογίου
Προβολή λίστας Προβολή λίστας
iCal - Εκδηλώσεις μήνα iCal - Εκδηλώσεις μήνα
iCal - Εκδηλώσεις 6 μηνών iCal - Εκδηλώσεις 6 μηνών
RSS - Εκδηλώσεις μήνα RSS - Εκδηλώσεις μήνα
RSS - Εκδηλώσεις 6 μηνών RSS - Εκδηλώσεις 6 μηνών

18
Απρ

Παρουσίαση Διδακτορικής Διατριβής κας Λεοντοπούλου Γεωργίας, Σχολή ΜΗΧΟΠ
Κατηγορία: Παρουσίαση Διδακτορικής Διατριβής   ΜΗΧΟΠ  
ΤοποθεσίαΕξ’ αποστάσεως - Ανοιχτή στο κοινό
Ώρα18/04/2022 11:00 - 13:00

Περιγραφή:

Τίτλος εργασίας: Χρήση αργιλικών δεικτών στην αποτύπωση παλαιοκλιματικών συνθηκών σε κλειστές θαλάσσιες λεκάνες
Title: Use of clay minerals as proxies for estimation of paleoclimatic conditions in closed basins

Επταμελή εξεταστική επιτροπή:
Καθ. Γεώργιος Χρηστίδης (επιβλέπων)
Καθ. Γεώργιος Παπαθεοδώρου (μέλος τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής)
Δρ. Γρηγόριος Ρουσάκης (μέλος τριμελούς συμβουλευτικής επιτροπής)
Καθ. Εμμανουήλ Μανούτσογλου (Σχολή Μηχ.Ο.Π)
Καθ.. Μαρία Γεραγά (Τμήμα Γεωλογίας, Παν/μιο Πατρών)
Καθ. Σεραφείμ Πούλος (Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος ΕΚΠΑ)
Δρ. Αριστομένης Καραγεώργης (Διευθυντής Ερευνών ΕΛΚΕΘΕ).

Περίληψη:
Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η ιζηματολογική και γεωχημική μελέτη ιζημάτων του νοτίου Αιγαίου Πελάγους. Ιζήματα από δύο πυρήνες βαθέων υδάτων από το ΝΑ Αιγαίο (πυρήνας ST5) και το ΝΔ Αιγαίο Πέλαγος (πυρήνας KIM4) εξετάστηκαν με ποσοτική ορυκτολογική και γεωχημική ανάλυση προκειμένου να διαπιστωθεί η προέλευση και να ληφθούν παλαιο-περιβαλλοντικές πληροφορίες του καθεστώτος εναπόθεσης των ιζημάτων.

Στα πλαίσια ερευνητικών προγραμμάτων του ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών), ανακτήθηκαν οι δύο πυρήνες ιζήματος από το Αιγαίο Πέλαγος. Οι εργαστηριακές αναλύσεις περιλαμβάνουν κυρίως ποιοτικές και ποσοτικές ορυκτολογικές αναλύσεις, γεωχημικές αναλύσεις και κοκκομετρικές αναλύσεις. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν οι εξής τεχνικές: Περιθλασιμέτρια ακτίνων-Χ (XRD), φασματοσκοπία φθορισμού ακτίνων-Χ (XRF), φασματομετρία μάζας επαγωγικά συζευγμένου πλάσματος (ICP-MS), προσδιορισμός οργανικού άνθρακα (CHNS) και ραδιοχρονολόγηση άνθρακα (14C) με επιταχυντή φασματομετρίας μάζας (AMS).

Ταυτόχρονα με την αξιολόγηση των ορυκτολογικών αποτελεσμάτων, πραγματοποιήθηκε σύγκριση δυο μεθόδων ποσοτικής ορυκτολογικής ανάλυσης (Rietveld-Biscaye) των ορυκτών φάσεων στα δείγματα. Στην πρώτη φάση ταυτοποιήθηκε το σύνολο των ορυκτολογικών συστατικών κάθε ολικού δείγματος ιζήματος, με τη μέθοδο Rietveld, με τη βοήθεια του λογισμικού Autoquan. Τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με εκείνα που προέκυψαν από την ημι-ποσοτική προσέγγιση του Biscaye (1965) σε προσανατολισμένα αργιλικά κλάσματα. Ο ημι-ποσοτικός προσδιορισμός Biscaye των αργιλικών ορυκτών υπερεκτιμά σημαντικά το περιεχόμενο σε σμεκτίτη και υποεκτιμά τις περιεκτικότητες ιλλίτη, χλωρίτη και καολινίτη. Η σύγκριση των δυο μεθόδων απέδωσε σημαντικά αποτελέσματα, όπως διαφορετικές τάσεις μεταξύ των αργιλικών ορυκτών. Για παράδειγμα, η ημι-ποσοτική ορυκτολογική μέθοδος απέδωσε διαφορετικές τάσεις μεταξύ του ιλλίτη και του σμεκτίτη σε σύγκριση με τη μέθοδο Rietveld.

Τα ιζήματα που μελετήθηκαν, αποτελούνται κυρίως από ιλύ και μια ευδιάκριτη σαπροπηλική ακολουθία (σαπροπηλός S1, Ολόκαινο). Η σαπροπηλική ιζηματογένεση του S1 διακόπηκε όπως αυτό διαπιστώθηκε με εμφάνιση λιγότερο σκουρόχρωμων στρωμάτων με χαμηλότερη περιεκτικότητα οργανικού άνθρακα. Η ορυκτολογική σύσταση των ιζημάτων περιλαμβάνει κυρίως ασβεστίτη και μαγνησιούχο ασβεστίτη, χαλαζία, αραγωνίτη, δολομίτη, αργιλικά ορυκτά, αστρίους, κεροστίλβη, σερπεντίνη. Ο ιλλίτης και ο χλωρίτης είναι τα πιο άφθονα αργιλικά ορυκτά στα ιζήματα. Στα ιζήματα του πυρήνα ST5 κυριαρχεί ο χλωρίτης, ενώ ο ιλλίτης κυριαρχεί στα ιζήματα του ΚΙΜ4.

Η υψηλότερη περιεκτικότητα σε ανθρακικά ορυκτά παρατηρείται στο ΝΔ Αιγαίο (Λεκάνη Μυρτώου), ενώ η περιεκτικότητα σε χαλαζία και αργιλικά ορυκτά ακολουθούν την αντίθετη τάση. Τα ιζήματα αποτελούνται από ένα μείγμα βιογενών ανθρακικών ορυκτών (κυριότερες πηγές Ca και Sr) και χερσογενών κλαστικών υλικών. Η αύξηση του οργανικού άνθρακα στα σαπροπηλικά ιζήματα συνοδεύεται από παρόμοιες αυξήσεις στην περιεκτικότητα σε Ba. Από τα γεωχημικά αποτελέσματα προέκυψε πως τα ιζήματα είναι εμπλουτισμένα σε SiO2, CaO, MgO, Sr, Ni και Cr. Τα ιζήματα του σαπροπηλικού ορίζοντα S1 είναι εμπλουτισμένα σε Ba, U, V, Cu, Ni και Co και παρουσιάζουν σημαντικά υψηλότερη αναλογία Ba/Al, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ιζήματα. Οι ορυκτολογικές και γεωχημικές σχέσεις δείχνουν ισχυρό έλεγχο από μια υπερβασική πηγή προέλευσης, πιθανότατα από τους οφιολίθους της Μαρμαρίδας των καλυμμάτων της Λυκίας. Οι ηλικίες των ιζημάτων, που μελετήθηκαν, κυμαίνονται στο εύρος 2.086-16.912 yrs BP και αντικατοπτρίζουν την ιζηματογένεση υπό συνθήκες εναπόθεσης από το πρόσφατο Πλειστόκαινο έως το Ολόκαινο στην περιοχή μελέτης. Το περιεχόμενο σε οργανικό άνθρακα στα ιζήματα κυμαίνεται 0.2-2.2 κ.β.%.

Η κατανομή των αργιλικών ορυκτών στο ΝΑ Αιγαίο Πέλαγος υποδηλώνει ότι ο σμεκτίτης είναι κυρίως ηφαιστειογενούς προέλευσης, ο ιλλίτης μεταφέρθηκε από την γειτονική χέρσο της Δ. Ανατολίας και τα νησιά Ρόδος, Τήλος και Σύμη και ότι η συνεισφορά της ΝΑ Μεσογείου είναι περιορισμένη ή απουσιάζει εντελώς. Η κατανομή των αργιλικών ορυκτών στο ΝΔ Αιγαίο Πέλαγος αποκάλυψε ότι ο ιλλίτης κυριαρχεί στο αργιλικό κλάσμα. Το νοτιοδυτικό τμήμα της περιοχής μελέτης είναι ιδιαίτερα κοντά στο νησί της Σίφνου, το οποίο αποτελείται από μεταμορφωμένα πετρώματα. Η Σίφνος είναι η κύρια πηγή ιλλίτη και χλωρίτη (σχιστόλιθοι) και γενικά λεπτόκοκκων αργιλικών ορυκτών.

Η συνδυασμένη χρήση ορυκτολογικής και γεωχημικής ανάλυσης ολικών ιζημάτων δεν είναι μόνο εξαιρετικά χρήσιμη για τον εντοπισμό της προέλευσης των ιζημάτων σε σχετικά κλειστές λεκάνες, αλλά επιτρέπει επίσης μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση της σημασίας των προτύπων θαλάσσιας κυκλοφορίας στις διαδικασίες ιζηματογένεσης σε τέτοια περιβάλλοντα.

Λέξεις-κλειδιά: ορυκτολογική σύσταση, αργιλικά ορυκτά, Αιγαίο Πέλαγος, μέθοδος Rietveld, μέθοδος Biscaye, προέλευση, ορυκτολογία ολικού ιζήματος, υπερβασικά πετρώματα, μεταμορφωμένα πετρώματα.

Abstruct:
The aim of this Thesis is the sedimentological and geochemical study of sediments of the southern Aegean Sea. Sediments from two deep-sea bottom cores in SE Aegean (ST5 core) and SW Aegean (KIM4 core), Greece, were examined by quantitative mineralogical and geochemical analysis in order to reveal provenance and paleoenvironmental information of the sediment deposition regime and infer provenance and paleoenvironmental control on sediment deposition.

In the framework of research programs of HCMR (Hellenic Center for Marine Research), two sediment cores were recovered from the Aegean Sea. Laboratory analyses mainly included qualitative and quantitative mineralogical analyses, geochemical and grain size analyses. More specifically, the analyses performed are X-ray diffraction (XRD), X-fluorescence (XRF) spectroscopy, inductively coupled plasma mass spectrometry (ICP-MS), determination of organic carbon (CHNS) and radiocarbon radio (14C) with a mass spectrometry accelerator (AMS).

Simultaneously with the evaluation of the mineralogical results, a comparison of two methods of quantitative analysis (Rietveld-Biscaye) of the mineral phases in the samples was performed. In the first approach, all the bulk mineralogical composition of sediments was identified, using the Rietveld method, with the Autoquan software. The results were compared with those obtained from the semi-quantitative Biscaye (1965) approach on oriented clay fractions. The semi-quantitative analysis of Biscaye strongly overestimates smectite content and underestimates the abundances of illite, chlorite and kaolinite. The comparison of the two quantitative methods yielded significant results, such as different trends between the clay minerals. For example, the semi-quantitative mineralogical method yielded different trends between illite and smectite compared to the Rietveld method.

The studied sediments consist mainly of mud and a distinct sapropel sequence (sapropel S1, Holocene). The deposition of sapropel S1 was paused as it was evidenced by the appearance of less dark layers with lower organic carbon content. The mineralogical composition comprises mainly calcite, quartz, aragonite, dolomite, clay minerals, feldspars, serpentine and amphibole. Illite and chlorite are the most abundant clay minerals in the sediments. Chlorite dominates in the sediments of ST5 core while illite dominates in the sediments of KIM4 core.

The highest carbonate content is observed in the SW Aegean Sea (Myrtoon Basin) whereas quartz and clay contents follow the opposite trend. The sediments are composed of a mixture of biogenic carbonate minerals (main sources of Ca and Sr) and terrigenous clastic materials. The increase of organic carbon in the sapropel sediments is accompanied by similar increases in Ba content. The geochemical results showed that the sediments are enriched in SiO2, CaO, MgO, Sr, Ni and Cr. Sapropel sediments are enriched in Ba, U, V, Cu, Ni and Co and have a significantly higher Ba/Al ratio, compared to the surrounding sediments. The mineralogical and geochemical relationships indicate a strong ultrabasic influence, most probably the Marmaris ophiolite in the Lycian nappes. The age data revealed that the sediments range from 2.086-16.912 yrs BP and reflect sedimentation under depositional conditions from the Late Pleistocene to the Holocene in the study area. The content of organic carbon in the sediment samples ranges from 0.2-2.2 wt%.

Clay mineral distribution in SE Aegean suggests that smectite is mainly of volcanogenic origin, illite was supplied by the nearby landmasses of W. Anatolia and the Islands of Rhodes, Tilos and Symi and that the contribution from SE Meditarranean is limited or totally lacking. Clay mineral distribution in SW Aegean revealed that illite dominates in the clay fraction. The southwestern part of the study area is particularly close to the island of Sifnos, which consists of metamorphic rocks. Sifnos is the main source of illite and chlorite (schists) and generally fine-grained clay minerals.

The combined use of mineralogical and geochemical analysis of bulk sediments rather than the clay fractions are not only extremely useful in tracing sediment provenance in relatively closed basins, but it also enables a more realistic assessment of the importance of water circulation patterns on sedimentation processes in such environments.

Keywords: Mineralogical composition; clay minerals; Aegean Sea; Rietveld analysis; Biscaye approach; provenance; bulk mineralogy; ultrabasic rocks; metamorphic rocks.

Προσθήκη στο ημερολόγιό μου
© Πολυτεχνείο Κρήτης 2012